βελονισμός

βελονισμός
Αρχαιότατη θεραπευτική μέθοδος, η οποία χρησιμοποιείται στην ιατρική των Κινέζων από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Στην Ευρώπη την εισήγαγαν τον 18ο αι. ιησουίτες ιεραπόστολοι. Εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα, ιδιαίτερα στην Άπω Ανατολή, όπου έχει τον μεγαλύτερο αριθμό πιστών. Ο β. ακολουθεί την ταοϊστική δοξασία περί κόσμου, σύμφωνα με την οποία η ψυχοσωματική ισορροπία εξαρτάται από δύο ανταγωνιζόμενες δυνάμεις, το Γιανγκ και το Γιν (η πρώτη θετική και διεγερτική, η δεύτερη αρνητική και ανασταλτική), οι οποίες ρυθμίζουν το σύμπαν, οπότε και τον άνθρωπο. Ο β. συνίσταται στην έμπηξη βελονών διαφορετικής διαμέτρου, σχήματος και μήκους (από 3 έως 24 εκ.) στο δέρμα σε ποικίλο βάθος και σε προκαθορισμένα σημεία του σώματος, στα οποία φαίνεται πως αντιστοιχούν οι θέσεις των πασχόντων εσωτερικών οργάνων. Ανάλογα με την περίπτωση χρησιμοποιούνται βελόνες από κίτρινο μέταλλο (χρυσός, χαλκός) που θεωρείται ότι έχουν τονωτική επίδραση ή από λευκό μέταλλο (ασήμι, λευκόχρυσος, χρώμιο) που θεωρείται ότι έχουν καταπραϋντική επίδραση, άλλοτε ζεστές, άλλοτε κρύες, με αιχμή λογχοειδή, τριγωνική ή αμβλεία. Οι θιασώτες του β. πρεσβεύουν ότι ένα τέτοιο επιφανειακό ερέθισμα μπορεί να επιδράσει ευνοϊκά, μέσω της αντανακλαστικής οδού, στα υποκείμενα όργανα. Δεν μπορούμε ωστόσο να αρνηθούμε τη σημασία του παράγοντα της υποβολής. Ο β. ενδείκνυται ιδιαίτερα στις οξείες και χρόνιες παθήσεις των οστών, των αρθρώσεων και των περιφερικών νεύρων, που εκδηλώνονται με επώδυνη συμπτωματολογία (νευραλγίες κ.ά.). Κινέζικο αγαλμάτιο στο οποίο εντοπίζονται τα σημεία του σώματος που παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευαισθησία στον βελονισμό (φωτ. Harrington).
* * *
ο
ερευνητική και θεραπευτική μέθοδος που συνίσταται στην εμφύτευση βελονών σε καθορισμένα σημείο του σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βελονισμός — ο (ιατρ.), θεραπευτική, εναλλακτική ιατρική μέθοδος κατά την οποία το σώμα του ασθενούς τρυπιέται με ειδικές βελόνες σε συγκεκριμένα σημεία: Ο βελονισμός σήμερα κερδίζει πολύ έδαφος σ’ όλο το δυτικό κόσμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • βελονονυγμός — ο ο βελονισμός …   Dictionary of Greek

  • βελόνα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. * * * η (AM βελόνη) 1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή 2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • ιατρική — Η επιστήμη που μελετά τις ασθένειες και τη θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Η ι. έχει τις απαρχές της στον πρωτόγονο άνθρωπο, όταν αυτός συνέλαβε την έννοια του φυσικού κακού από το οποίο υπέφερε και στη συνέχεια αναζήτησε και απέκτησε εμπειρικά τα …   Dictionary of Greek

  • ιατρική, εναλλακτική — Με τον όρο αυτό αναφέρονται διάφορες μέθοδοι πρόληψης και αντιμετώπισης ασθενειών που δεν εντάσσονται στη σύγχρονη συμβατική ιατρική του δυτικού κόσμου, γιατί θεωρούνται επιστημονικά αναπόδεικτες. Άλλοι όροι που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”